καπουκεχαγιάς

καπουκεχαγιάς
(capu-kehaya). Ο αντιπρόσωπος των υποτελών ηγεμόνων και του οικουμενικού πατριάρχη στην Υψηλή Πύλη, κατά την περίοδο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αρχικά ονομάζονταν κεχαγιάδες οι συνοικιάρχες και οι εκπρόσωποι των συντεχνιών (εσνάφια). Κεχαγιάδες υπήρχαν επίσης και στα μεγάλα πριγκιπικά μέγαρα. Επρόκειτο ουσιαστικά για επιμελητές, που φρόντιζαν για τα συμφέροντα της συνοικίας, της συντεχνίας ή του μεγάρου που είχαν αναλάβει να προστατεύουν. Ο ρόλος τους ήταν ανάλογος με αυτόν των βυζαντινών κουρατόρων. Οι κ. των ηγεμονιών διορίζονταν από τους ηγεμόνες, με αποστολή να ενημερώνουν την οθωμανική κυβέρνηση για θέματα κοινού ενδιαφέροντος αλλά μικρής σπουδαιότητας. Εκτός από τους κ. των ηγεμονιών υπήρχαν και οι πατριαρχικοί, οι οποίοι διορίζονταν από τον πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης και ανέφεραν στον υπουργό Εξωτερικών του σουλτάνου κάθε ζήτημα που αφορούσε το πατριαρχείο. Ο πατριαρχικός κ. είχε έναν βοηθό, τον λεγόμενο καπού-ογλάν, και σε κάθε επίσημη επίσκεψη συνοδευόταν πάντα από τουλάχιστον δύο γενίτσαρους της φρουράς του πατριαρχείου. Στην Υψηλή Πύλη υπήρχε κ. απεσταλμένος από το πατριαρχείο των Ιεροσολύμων από το 1850, ο οποίος αργότερα αντιπροσώπευε και την Εκκλησία της Αντιόχειας. Παλαιότερα, οι υποθέσεις του πατριαρχείου της πόλης αυτής και οι αντίστοιχες του Αγίου Όρους υπάγονταν στη δικαιοδοσία του κ. του οικουμενικού πατριαρχείου. Αργότερα το αξίωμα αυτό καθιερώθηκε και στα πατριαρχεία των γρηγοριανών και καθολικών Αρμενίων, καθώς και στη βουλγαρική εξαρχία και στην εβραϊκή αρχιραββινεία.
* * *
ο (στην οθωμανική αυτοκρατορία)
αυτός που εκτελούσε χρέη αντιπροσώπου τών υποτελών ηγεμόνων και τού πατριάρχη στην Υψηλή Πύλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kapu ke- + chudasi].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Αργυρόπουλος, Ιάκωβος — (Κωνσταντινούπολη 1774 – Αθήνα 1850). Λόγιος, διπλωμάτης και δραγουμάνος του τουρκικού στόλου. Γνώριζε πολλές ξένες γλώσσες μεταξύ των οποίων την αραβική, την περσική και την τουρκική. Διετέλεσε γραμματέας του οικουμενικού πατριαρχείου. Μετά τον… …   Dictionary of Greek

  • Κριτίας, Νικόλαος — (18ος αι.). Λόγιος από την Προύσα Βιθυνίας. Διετέλεσε διδάσκαλος της Πατριαρχικής Σχολής της Κωνσταντινούπολης, όπου σπούδασε και ο ίδιος, αρχιγραμματέας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ενώ τιμήθηκε με το εκκλησιαστικό αξίωμα του εκκλησιάρχη. Στην …   Dictionary of Greek

  • Υψηλάντης — I Επώνυμο παλιάς και αρχοντικής φαναριώτικης οικογένειας, γνωστής κυρίως για τη δράση της στη Μολδοβλαχία και τον ηγετικό της ρόλο στην Επανάσταση του 1821. Η προέλευση της ήταν από την Τραπεζούντα και οι παραδόσεις μιλούν για μερικά μέλη της που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”